- λειομυοσάρκωμα
- τοιατρ. μυοσάρκωμα που αναπτύσσεται σε έναν λείο μυ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leiomyosarcoma < νεολατ. leiomyosarcoma < leio- < λεῖος + myo- < μῦς + sarcoma < σάρκωμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.